ψιττάκια

ψιττάκια
ψιττάκιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιττακία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος γυναικείου ὑποδήματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττάκια (τὰ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκια — τὰ, Α βλ. ψιττάκι …   Dictionary of Greek

  • πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψιττάκια (τὰ)] …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκι — το / ψιττάκιον, ΝΜΑ το φυτό πιστάκι αρχ. 1. είδος καταπραϋντικής αλοιφής για τα μάτια 2. στον πληθ. τὰ ψιττάκια είδος γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πιστάκι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”